γειτονιάζω
Смотреть что такое "γειτονιάζω" в других словарях:
γειτονιάζω — γειτονεύω … Dictionary of Greek
γειτονιάζω — γειτονεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γειτονιάζω — γειτονεύω … Dictionary of Greek
γειτονιάζω — γειτονεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)